- ομοιόρρυθμος
- -η, -ο (Α ὁμοιόρρυθμος, -ον)αυτός που έχει τον ίδιο ρυθμό με κάποιον άλλο, ο κατασκευασμένος με όμοιο ρυθμό, αυτός που έχει όμοιο τρόπο κατασκευής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + ῥυθμός (πρβλ. εύ-ρυθμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακόρρυθμος — η, ο (Α κακόρρυθμος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακό ρυθμό ή που δεν έχει ρυθμό, άρρυθμος, ακανόνιστος αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόρρυθμον (για τον σφυγμό) έλλειψη ρυθμού, αρρυθμία τού σφυγμού. επίρρ... κακορρύθμως με κακό ρυθμό, άρρυθμα,… … Dictionary of Greek
ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… … Dictionary of Greek
ομοιόρρυσμος — ὁμοιόρρυσμος, ον (Α) 1. (ιων. προφ.) ομοιόρρυθμος 2. ομοιογενής, τού ίδιου γένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + ῥυσμός, άλλος τ. τού ρυθμός*] … Dictionary of Greek
ομόρρυθμος — η, ο (Α ὁμόρρυθμος και ιων. τ. ὁμόρυσμος, ον) αυτός που έχει τον ίδιο ρυθμό, την ίδια μορφή με κάποιον άλλο, ομοιότυπος, ομοιόρρυθμος, ομοειδής, ομοιόμορφος νεοελλ. φρ. «ομόρρυθμη εταιρεία» προσωπική εταιρεία στην οποία κάθε εταίρος ευθύνεται… … Dictionary of Greek